- ρεγγόμορφος
- -η, -ο, Ν(συν. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ρεγγόμορφοιτάξη τελεόπτερων ιχθύων με 400 περίπου είδη, μεταξύ τών οποίων είναι η ρέγγα, η σαρδέλα, η αντζούγια και ο γαύρος, αλλ. αριγγόμορφοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.